- ὑποπεριπλύνομαι
- ὑποπερι-πλύνομαι [ῡ], [voice] Pass.,A have slight diarrhoea, Hp.Prorrh.1.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπεριπλύνομαι — Α πάσχω από ελαφράς μορφής διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περιπλύνω «καθαρίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek